Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 467: ἀνταποδίδωμιἀνταποδίδωμι: future ἀνταποδώσω; 2 aorist infinitive ἀνταποδοῦναι; 1 future passive ἀνταποδοθήσομαι; ( ἀντί for something received, in return, ἀποδίδωμι to give back); to repay, requite; a. in a good sense: Luke 14:14; Romans 11:35; εὐχαριστίαν τίνι, 1 Thessalonians 3:9. b. in a bad sense, of penalty and vengeance; absolutely: Romans 12:19; Hebrews 10:30 (Deuteronomy 32:35); θλῖψιν τίνι, 2 Thessalonians 1:6. (Very often in the Sept. and Apocrypha, in both senses; in Greek writings from (Herodotus] Thucydides down.)
Forms and Transliterations ανταπεδίδοσάν ανταπέδωκα ανταπέδωκά ανταπέδωκας ανταπέδωκάς ανταπεδώκατε ανταπέδωκε ανταπέδωκέ ανταπέδωκεν ανταποδιδόντες ανταποδιδόντος ανταποδίδοται ανταποδίδοτε ανταποδίδοτέ ανταποδιδούσί ανταποδίδωσι ανταποδίδωσί ανταποδίδωσιν ανταποδοθησεται ανταποδοθήσεται ἀνταποδοθήσεται ανταπόδος ανταπόδοτε ανταποδουναι ανταποδούναι ανταποδούναί ἀνταποδοῦναι ἀνταποδοῦναί ανταποδώ ανταποδώς ανταποδώσει ανταποδώσεις ανταποδώσομεν ανταποδωσω ανταποδώσω ἀνταποδώσω ανταποδώσων antapodoso antapodōsō antapodṓso antapodṓsō antapodothesetai antapodothēsetai antapodothḗsetai antapodounai antapodoûnai antapodoûnaíLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|