Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4765: στρουθίονστρουθίον, στρουθίου, τό (diminutive of στρουθός), a little bird, especially of the sparrow sort, a sparrow: Matthew 10:29, 31; Luke 12:6f (Aristotle, h. a. 5, 2, p. 539{b}, 33; 9, 7, p. 613{a}, 33; the Sept. for צִפּור.) (Cf. Tristram in B. D., under the word Forms and Transliterations στρουθια στρουθία στρουθίον στρουθίου στρουθιων στρουθίων στρουθοί στρούθον στρουθών στροφάς στροφείς στρόφιγγος στροφωτοίς στρώμα στρωμναί στρωμναίς στρωμνή στρωμνήν στρωμνής strouthia strouthía strouthion strouthiōn strouthíon strouthíōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |