Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5258: ὕπνοςὕπνος, ὕπνου, ὁ (i. e. συπνος, cf. Latinsopnus, somnus; Curtius, § 391), from Homer down, Hebrew שֵׁנָה, sleep: properly, Matthew 1:24; Luke 9:32; John 11:13; Acts 20:9; metaphorically, ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι (see ἐγείρω, 1), Romans 13:11. Forms and Transliterations υπνοίς ύπνον ύπνος υπνου ύπνου ὕπνου υπνούντες υπνω ύπνω ὕπνῳ υπνώδης υπνών ύπνωσα υπνώσαι ύπνωσαν υπνώσας υπνώσατε ύπνωσε υπνώσει υπνώσεις ύπνωσεν υπνώσουσιν υπνώσω υπνώσωσιν hypno hypnō hýpnoi hýpnōi hypnou hýpnou upno upnō upnouLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |