Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 641: ἀπορρίπτωἀπορρίπτω: 1 aorist ἀπέρριψα (T WH write with one rho ῥ; see Rho); (from Homer down); to throw away, cast down; reflexively, to cast oneself down: Acts 27:43 (R. V. cast themselves overboard). (So in Lucian, ver. hist. 1, 30 variant; (Chariton 3, 5, see D'Orville at the passage); cf. Winers Grammar, 251 (236); (Buttmann, 145 (127)).) Forms and Transliterations απέρριμμαι απερριμμένην απερρίφη απερρίφης απερρίφησαν απέρριψα απερρίψαμεν απέρριψαν απέρριψας απέρριψάς απερρίψατο απέρριψε απέρριψεν αποριψαντας ἀπορίψαντας απόρριπτε απορριφήσεσθε απορριφήσονται απορριφήτε απορριφώμεν απόρριψαι απορρίψαντας απορρίψατε απορριψάτω απορρίψης απορρίψω απορρίψωμεν aporipsantas aporípsantasLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |