Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 818: ἀτιμάζωἀτιμάζω; 1 aorist ἠτίμασα; (passive, present ἀτιμάζομαι); 1 aorist infinitive ἀτιμασθῆναι; (from ἄτιμος; hence) "to make ἄτιμος, to dishonor, insult, treat with contumely," whether in word, in deed, or in thought: (Mark 12:4 T Tr marginal reading WH (cf. ἀτιμάω and ἀτιμόω)); Luke 20:11; John 8:49; Acts 5:41; Romans 2:23; James 2:6 (Winers Grammar, § 40, 5, 2; Buttmann, 202 (175)). Passive: Romans 1:24, on which cf. Winers Grammar, 326 (305f); (and § 39, 3 N. 3). (In Greek writings from Homer down; the Sept..) Forms and Transliterations ατιμάζει ατιμαζεις ἀτιμάζεις ατιμαζεσθαι ατιμάζεσθαι ἀτιμάζεσθαι ατιμαζετε ατιμάζετέ ἀτιμάζετέ ατιμάζοντα ατιμάζων ατιμάσαι ατιμασαντες ατιμάσαντες ἀτιμάσαντες ατιμασάντων ατιμάσασιν ατιμάσης ατιμασθηναι ατιμασθήναι ἀτιμασθῆναι ατιμασθήσεται ατιμασθήση ητιμασαν ητίμασαν ἠτίμασαν ητιμασατε ητιμάσατε ἠτιμάσατε ητιμάσθη ητιμάσθην ητιμασμένοι atimasantes atimásantes atimasthenai atimasthênai atimasthēnai atimasthē̂nai atimazeis atimázeis atimazesthai atimázesthai atimazete atimázeté etimasan etímasan ētimasan ētímasan etimasate etimásate ētimasate ētimásateLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |