Strong's Exhaustive Concordance consecrate, dedicate. From egkainia; to renew, i.e. Inaugurate -- consecrate, dedicate. see GREEK egkainia Forms and Transliterations εγκαινιεί εγκαινίζεσθε εγκαινισμόν εγκαινισμός εγκαινισμού εγκαίνισον εγκαινίσωμεν εγκαίνωσις εγκεκαίνισται ἐγκεκαίνισται ενεκαίνισας ενεκαίνισε ενεκαινισεν ενεκαίνισεν ἐνεκαίνισεν ενκεκαινισται ἐνκεκαίνισται enekainisen enekaínisen enkekainistai en'kekaínistaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |