1458. egkaleó
Strong's Exhaustive Concordance
accuse, call in question, lay to the charge.

From en and kaleo; to call in (as a debt or demand), i.e. Bring to account (charge, criminate, etc.) -- accuse, call in question, implead, lay to the charge.

see GREEK en

see GREEK kaleo

Forms and Transliterations
εγκαλεισθαι εγκαλείσθαι ἐγκαλεῖσθαι εγκαλειτωσαν εγκαλείτωσαν ἐγκαλείτωσαν εγκαλεσει εγκαλέσει ἐγκαλέσει εγκαλουμαι εγκαλούμαι ἐγκαλοῦμαι εγκαλουμένης εγκαλουμενον εγκαλούμενον ἐγκαλούμενον εγκαλών έγκαρπον έγκατα εγκατάλειμμα εγκαταλείμματα εγκαταλείμματά εγκάτοις εκκαλύπτει ενεκάλεσαν ενεκαλουν ενέκαλουν ἐνεκάλουν κατακρυβώσιν enekaloun enekáloun enkaleisthai enkaleîsthai enkaleitosan enkaleitōsan enkaleítosan enkaleítōsan enkalesei enkalései enkaloumai enkaloûmai enkaloumenon enkaloúmenon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1457
Top of Page
Top of Page