Strong's Exhaustive Concordance forsake, leave. From en and kataleipo; to leave behind in some place, i.e. (in a good sense) let remain over, or (in a bad sense) to desert -- forsake, leave. see GREEK en see GREEK kataleipo Forms and Transliterations εγκαταλείπητε εγκαταλειπομενοι εγκαταλειπόμενοι ἐγκαταλειπόμενοι εγκαταλείποντας εγκαταλειποντες εγκαταλειπόντες εγκαταλείποντες ἐγκαταλείποντες εγκαταλειφθέντες εγκαταλειφθήσεται εγκαταλείψει ἐγκαταλείψεις εγκαταλείψομεν εγκαταλείψουσιν εγκαταλείψω εγκαταλελειμμέναι εγκαταλελειμμέναις εγκαταλελειμμένη εγκαταλελειμμένην εγκαταλελειμμένοι εγκαταλελειμμένον εγκαταλελειμμένους εγκαταλέλοιπα εγκαταλέλοιπε εγκαταλελοιπώς εγκαταλιμπανόντων εγκατάλιπε εγκαταλίπει εγκαταλιπείν εγκαταλίπης εγκαταλίπητε εγκαταλίποιτο εγκαταλιπόντες εγκαταλιπω εγκαταλίπω ἐγκαταλίπω εγκαταλίπωμεν εγκαταλίπωσιν εγκατελειπον ἐγκατέλειπον εγκατελείφθη ἐγκατελείφθη εγκατελείφθησαν εγκατέλιπαν εγκατελίπατε εγκατέλιπε εγκατέλιπέ εγκάτελιπε εγκατελιπεν εγκατέλιπεν ἐγκατέλιπεν εγκατελιπες εγκατέλιπες εγκατέλιπές ἐγκατέλιπες ἐγκατέλιπές εγκατελίπετε εγκατελίπετέ εγκατελίπομεν εγκατέλιπον εγκατέλιπόν ἐγκατέλιπον ενκαταλειψεις ἐνκαταλείψεις ενκατελειφθη ἐνκατελείφθη enkataleipomenoi enkataleipómenoi enkataleipontes enkataleípontes enkataleipseis en'kataleípseis enkatalipo enkatalipō enkatalípo enkatalípō enkateleiphthe enkateleiphthē en'kateleíphthe en'kateleíphthē enkatelipen enkatélipen enkatelipes enkatélipes enkatélipés enkatelipon enkatéliponLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |