Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1286: διασείωδιασείω: 1 aorist διεσεισα; in Greek writings from Herodotus down; to shake thoroughly; tropically, to make to tremble, to terrify (Job 4:14 for הִפְחִיר) to agitate; likeconcurio in juridical Latin, to extort from one by intimidation money or other property: τινα, Luke 3:14 (A. V. do violence to); 3Macc. 7:21; the Basilica; (Heinichen on Eusebius, h. e. 7, 30, 7). Forms and Transliterations διασεισητε διασείσητε διασκεδάζει διασκεδάζοντα διασκεδάννυται διασκεδάσαι διασκεδάσει διασκεδάσης διασκεδασθή διασκεδασθήσεται διασκέδασον διασκέδασόν διασκεδάσουσι διασκεδάσω διασκευήν διεσκέδασαν διεσκέδασε διεσκέδασέ διεσκέδασεν διεσκέδασται διεσκευασμένοι diaseisete diaseisēte diaseísete diaseísēteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |