Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1287: διασκορπίζωδιασκορπίζω; 1 aorist διεσκόρπισα; passive, perfect participle διεσκορπισμενος; 1 aorist διεσκορπίσθην; 1 future διεσκορπισθήσομαι; often in the Sept., more rarely in Greek writings from Polybius 1, 47, 4; 27, 2, 10 on (cf. Lob. ad Phryn., p. 218; (Winers Grammar, 25)); to scatter abroad, disperse: John 11:52 (opposed to συνάγω); of the enemy, Luke 1:51; Acts 5:37 (Numbers 10:35, etc. Josephus, Antiquities 8, 15, 4; Aelian v. h. 13, 46 (1, 6) ὁ δράκων τούς μέν διεσκόρπισε, τούς δέ ἀπέκτεινε). Of a flock of sheep: Matthew 26:31 (from Zechariah 13:7); Mark 14:27; of property, to squander, waste: Luke 15:13; Luke 16:1 (like διασπείρω in Sophocles El. 1291). like the Hebrew זָרָה (the Sept. Ezekiel 5:2, 10, 12 (Ald.), etc.) of grain, to scatter, i. e. to winnow (i. e., to throw the grain a considerable distance, or up into the air, that it may be separated from the chaff; opposed to συνάγω, to gather the wheat, freed from the chaff, into the granary (cf. BB. DD. under the word Forms and Transliterations διασκορπιεί διασκορπίζεις διασκορπίζηται διασκορπίζοντες διασκορπιζων διασκορπίζων διασκορπίσαι διασκορπίσαντα διασκορπίσατε διασκορπίσεις διασκορπίση διασκορπισθήσεται διασκορπισθησονται διασκορπισθήσονται διασκορπισθήτωσαν διασκορπισμόν διασκορπισμώ διασκόρπισον διασκορπιώ δίασμα διάσματι διάσματος διασπασμόν διεσκορπισα διεσκόρπισα διεσκορπισας διεσκόρπισας διεσκορπίσατε διεσκόρπισε διεσκόρπισέ διεσκορπισεν διεσκόρπισεν διεσκορπίσθη διεσκορπισθησαν διεσκορπίσθησαν διεσκορπίσθητε διεσκορπισμενα διεσκορπισμένα diaskorpisthesontai diaskorpisthēsontai diaskorpisthḗsontai diaskorpizon diaskorpizōn diaskorpízon diaskorpízōn dieskorpisa dieskórpisa dieskorpisas dieskórpisas dieskorpisen dieskórpisen dieskorpismena dieskorpisména dieskorpisthesan dieskorpisthēsan dieskorpísthesan dieskorpísthēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |