Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1289: διασπείρωδιασπείρω: 2 aorist passive διεσπάρην; to scatter abroad, disperse; passive of those who are driven to different places, Acts 8:1, 4; Acts 11:19. (In Greek writings from (Sophocles and) Herodotus down; very often in the Sept..) Forms and Transliterations διασπαρεντες διασπαρέντες διασπαρή διασπαρήναι διασπαρήσεσθε διασπάρητε διασπείραι διασπερεί διασπερείς διασπερώ διασπέρω διεσπάρη διεσπαρησαν διεσπάρησαν διεσπαρμένοι διεσπαρμένον διεσπαρμένος διεσπαρμένους διέσπειρα διέσπειρά διέσπειρας διέσπειρε διέσπειρεν diasparentes diasparéntes diesparesan diesparēsan diespáresan diespárēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |