Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1780: ἐνταφιασμόςἐνταφιασμός, ἐνταφιασμοῦ, ὁ (ἐνταφιάζω, which see), preparation of a body for burial: Mark 14:8; John 12:7. (Schol. ad Euripides, Phoen. 1654; (Schol. ad Aristophanes, Plutarch, 1009).) Forms and Transliterations ενέτεινά ενέτειναν ενέτεινε ενέτεινεν ενταφιασμον ενταφιασμόν ἐνταφιασμόν ενταφιασμου ενταφιασμού ἐνταφιασμοῦ ενταφιασταί ενταφιασταίς εντείνατε έντεινον εντείνοντες εντείνοντι εντενεί εντεταμένα εντεταμένον εντεταμένου entaphiasmon entaphiasmón entaphiasmou entaphiasmoûLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |