Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1781: ἐντέλλωἐντέλλω: (τέλλω equivalent to τελέω); several times in the poets (Pindar Olymp. 7, 73) and the later writers (ἐντεταλκε, Josephus, Antiquities 7, 14, 5 (but Bekker ἐντεταλθαι); καθώς ἐντέταλται σοι, passively, Sir. 7:31); generally, and so always in the N. T., deponent middle ἐντέλλομαι; future ἐντελοῦμαι; 1 aorist ἐνετειλάμην; perfect 3 person singular ἐντέταλται (Acts 13:47); the Sept. very often for צִוָּה; to order, command to be done, enjoin: περί τίνος, Hebrews 11:22; ἐνετείλατο λέγων, Matthew 15:4 (R T); τίνι, Acts 1:2; (with λέγων added, Matthew 17:9); with οὕτω added, Acts 13:47; καθώς, (Mark 11:6 R L marginal reading); John 14:31 R G T; followed by an infinitive Matthew 19:7; τίνι, followed by an infinitive (Buttmann, § 141, 2; 275 (237)), John 8:5 Rec.; τίνι, ἵνα (cf. Buttmann, 237 (204)), Mark 13:34 (Josephus, Antiquities 7, 14, 5; 8, 14, 2); τίνι τί, Matthew 28:20; Mark 10:3; John 15:14, 17; τίνι περί τίνος, the genitive of person, Matthew 4:6; Luke 4:10, from Psalm 90:11ff ( Forms and Transliterations ενετειλάμεθα ενετειλαμην ενετειλάμην ἐνετειλάμην ενετείλαντο ενετειλατο ενετείλατο ενετείλατό ἐνετείλατο ενετείλω ενέτειλω ενετέλλεσθε εντείλαι έντειλαι εντειλαμενος εντειλάμενος ἐντειλάμενος εντειλαμένου εντείλασθαι εντείλασθε εντείλη εντείληται εντείλωμαι εντείλωμαί εντελείσθε εντελείσθέ εντελειται εντελείται εντελείταί ἐντελεῖται εντελή εντέλλεσθαι εντέλλεται εντελλομαι εντέλλομαι εντέλλομαί ἐντέλλομαι εντελλόμενος εντελλομένου εντελούμαι έντερα έντερά εντέταλμαι εντέταλμαί εντεταλται εντέταλται εντέταλταί ἐντέταλται eneteilamen eneteilamēn eneteilámen eneteilámēn eneteilato eneteílato enteilamenos enteilámenos enteleitai enteleîtai entellomai entéllomai entetaltai entétaltaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |