Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2020: ἐπιφώσκωἐπιφώσκω; (imperfect ἐπεφωσκον); to grow light, to dawn (cf. Buttmann, 68 (60)): Luke 23:54; followed by εἰς, Matthew 28:1, on which see εἰς, A. II. 1. Forms and Transliterations επέφωσκε επεφωσκεν ἐπέφωσκεν επεχάρης επεχάρητε επιφωσκουση επιφωσκούση ἐπιφωσκούσῃ επιχαίρει επιχαίροντες επιχαίρων επιχαρείησάν επιχαρή επιχαρής επίχαρμα επιχαρούμεθα επιχαρούνται επίχαρτος επιχαρώσί epephosken epephōsken epéphosken epéphōsken epiphoskouse epiphōskousē epiphoskoúsei epiphōskoúsēiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |