Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 814: ἀτάκτωςἀτάκτως, adverb, disorderly: 2 Thessalonians 3:6 ἀτάκτως περιπατεῖν, which is explained by the added καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ ἡμῶν; cf. 2 Thessalonians 3:11, where it is explained by μηδέν ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι. (Often in Plato.) Forms and Transliterations ατακτως ατάκτως ἀτάκτως ατάρ ατειχίστοις ατείχιστος ατεκνία ατεκνίαν ataktos ataktōs atáktos atáktōsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |