Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 815: ἄτεκνοςἄτεκνος, ἄτεκνον (τέκνον), without offspring, childless: Luke 20:28-30. (Genesis 15:2; Sir. 16:8. In Greek writings from Hesiod, Works, 600 down.) Forms and Transliterations αποτεκνωθώ άτεκνοι ατεκνος άτεκνος ἄτεκνος ατεκνουμένη ατεκνούσα ατεκνούσαν ατεκνωθήναι ατεκνωθήσεται ατεκνωθήσονται ατεκνώσει ητεκνώθησαν ητέκνωμαι ητεκνωμένη ητέκνωσε ητέκνωσέ ateknos áteknosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |