4014. periaireó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4014: περιαιρέω

περιαιρέω, περιαίρω: 2 aorist infinitive περιελεῖν (participle plural περιελόντες; passive, present 3 person singular περιαιρεῖται); imperfect 3 person singular περιῃρεῖτο; from Homer down; the Sept. chiefly for הֵסִיר;

a. to take away that which surrounds or envelops a thing (cf. περί, III. 1): τό κάλυμμα, passive, 2 Corinthians 3:16 (πορφύραν, 2 Macc. 4:38; τόν δακτύλιον, Genesis 41:42; Josephus, Antiquities 19, 2, 3); ἀγκύρας, the anchors from both sides of the ship (R. V. casting off), Acts 27:40; (2 aorist participle, absolutely, in a nautical sense, to cast loose, Acts 28:13 WH (others περιελθόντες)).

b. metaphorically, to take away altogether or entirely: τάς ἁμαρτίας (with which one is, as it were, enveloped), the guilt of sin, i. e. to expiate perfectly, Hebrews 10:11; τήν ἐλπίδα, passive, Acts 27:20.

STRONGS NT 4014a: περιάπτωπεριάπτω: 1 aorist participle περιαψας; (from Pindar down);

1. to bind or tie around, to put around (περί, III. 1); to hang upon, attach to.

2. to kindle a fire around (or thoroughly; see περικρύπτω, περικαλύπτω, περικρατής, περίλυπος, etc.) (Phalaris, epistle 5, p. 28): Luke 22:55 T WH Tr text

Forms and Transliterations
περιαιρεθήσεται περιαιρεθήσονται περιαιρειται περιαιρείται περιαιρεῖται περιείλαντο περιείλατο περιείλε περιείλεν περιείλετο περιείλον περίελε περιελεί περιελειν περιελείν περιελεῖν περιελείς περιέλεσθε περιελέτω περιέλη περιέλης περιελομένη περιελόμενος περιελοντες περιελόντες περιελού περιελώ περιελών περιηργυρωμένα περιηργυρωμέναι περιηργυρωμένοι περιηρειτο περιηρείτο περιῃρεῖτο periaireitai periaireîtai perieireîto periēireîto perielein perieleîn perielontes perielóntes periereito periēreito
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4013
Top of Page
Top of Page